Tο σχέδιο της νέας ευρωπαϊκής δημοσιονομικής συνθήκης που αναλύσαμε στο προηγούμενο τεύχος των «Επικαίρων» στηρίζεται στην αντίληψη της Μέρκελ ότι στην παρούσα φάση το ευρωπαϊκό εγχείρημα θα πρέπει να οικοδομηθεί με βάση τη θεωρία της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων».
Σύμφωνα με τη γερμανική στρατηγική, όσα κράτη-μέλη της ΕΕ επιθυμούν εντονότερη σ’ έκταση και βάθος οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση δεν θα πρέπει να εμποδίζονται από τα υπόλοιπα «απρόθυμα» κράτη-μέλη να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση αυτή.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική συνθήκη θα τεθεί σε εφαρμογή εφόσον επικυρωθεί όχι από το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης, αλλά από εννέα τουλάχιστον κράτη-μέλη της. Αυτό σημαίνει ότι οι «Μερκοζί», προκειμένου να επιβάλουν τη σκληρή δημοσιονομική λιτότητα, αρκούνται στη δημιουργία σε πρώτη φάση μιας «μικρής Ευρωζώνης».
Κλειδί για την εφαρμογή στην πράξη της δημοσιονομικής συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 10, αποτελεί η διαδικασία της «ενισχυμένης συνεργασίας» που προβλέπεται ήδη από το δίκαιο της ΕΕ.
Από το Μάαστριχτ στη Λισαβόνα
Η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» είχε ήδη επιτραπεί σε περιορισμένο βαθμό από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για δύο μόνο κράτη-μέλη: τη Βρετανία και τη Δανία.
Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, θεσμοθετήθηκε και τυπικά η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων», μέσα από τη διαδικασία της τότε αποκαλούμενης «στενότερης συνεργασίας ή ευελιξίας», που μπορούσε να αξιοποιηθεί από όλα τα τότε κράτη-μέλη της ΕΕ, αφορούσε σε διάφορα πεδία εφαρμογής και μπορούσε να ασκηθεί υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Οι ευρωπαϊκές συνθήκες μετά την αναθεώρηση της Λισαβόνας προσδιορίζουν αναλυτικά τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας της «ενισχυμένης συνεργασίας».
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) όσο και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) περιλαμβάνονται «διατάξεις περί των ενισχυμένων συνεργασιών».
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 20 της ΣΕΕ, η «ενισχυμένη συνεργασία» μπορεί να καθιερωθεί στο πλαίσιο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να καθιερωθεί στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, αφού η εν λόγω πολιτική εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ.
Μπορεί, όμως, να εφαρμοστεί στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και ιδίως στο πλαίσιο της άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής, που αποτελεί, άλλωστε, και αντικείμενο της υπό διαπραγμάτευση δημοσιονομικής συνθήκης.
Οι «ενισχυμένες συνεργασίες» πρέπει να έχουν ως σκοπό:
1. Να διευκολύνουν την πραγμάτωση των στόχων της ΕΕ.
2. Να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της ΕΕ.
3. Να ενισχύσουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ταυτόχρονα, πρέπει να σέβονται τις συνθήκες και το δίκαιο της ΕΕ, να μην θίγουν την εσωτερική αγορά ούτε την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Τέλος, δεν θα πρέπει να συνιστούν διάκριση ή φραγμό στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών ούτε να προκαλούν στρεβλώσεις του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Επιπροσθέτως, οι «ενισχυμένες συνεργασίες» πρέπει να είναι ανοιχτές σε όλα τα κράτη-μέλη, να σέβονται τα δικαιώματα όσων κρατών-μελών της ΕΕ δεν συμμετέχουν σε αυτές, ενώ από την πλευρά τους τα μη συμμετέχοντα κράτη-μέλη δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την εφαρμογή των «ενισχυμένων συνεργασιών».
Εννέα κράτη-μέλη
Τα κράτη, λοιπόν, που επιθυμούν να καθιερώσουν μεταξύ τους «ενισχυμένη συνεργασία» μπορούν να προσφεύγουν στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και να ασκούν τις αρμοδιότητες αυτές εφαρμόζοντας τις κατάλληλες διατάξεις της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ.
Για το λόγο αυτό, απευθύνουν σχετική αίτηση στην Επιτροπή, καθορίζοντας ταυτόχρονα το πεδίο εφαρμογής της «ενισχυμένης συνεργασίας» και τους επιδιωκόμενους στόχους της.
Η «ενισχυμένη συνεργασία» εγκρίνεται με απόφαση του Συμβουλίου ως έσχατη λύση και αφού διαπιστωθεί ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της συνεργασίας αυτής δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα σε εύλογο χρόνο από την Ένωση στο σύνολό της.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εξουσιοδότηση για την καθιέρωση «ενισχυμένης συνεργασίας» παρέχεται από το Συμβούλιο βάσει προτάσεως της Επιτροπής και κατόπιν έγκρισης του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η «ενισχυμένη συνεργασία» απαιτεί συμμετοχή τουλάχιστον εννέα κρατών-μελών της ΕΕ. Σημειωτέον ότι και η δημοσιονομική συνθήκη για να τεθεί σε εφαρμογή απαιτεί την επικύρωσή της τουλάχιστον από εννέα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Η «ενισχυμένη συνεργασία» εν δράσει
Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι, στο βαθμό που θα δημιουργηθεί μια ομάδα πρόθυμων κρατών-μελών της ΕΕ, οι «ενισχυμένες συνεργασίες» μπορούν να αφορούν σε διάφορα πεδία εφαρμογής. Μάλιστα, σε κάθε «ενισχυμένη συνεργασία» δεν απαιτείται καν να συμμετέχουν τα ίδια κράτη-μέλη. Έτσι, διαφορετική μπορεί να είναι η σύνθεση των εννέα κρατών-μελών της ΕΕ για «ενισχυμένη συνεργασία» στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής απ’ αυτή στο πεδίο του περιβάλλοντος ή της ενέργειας.
Οι πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της «ενισχυμένης συνεργασίας» δεσμεύουν μόνο τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν σε αυτή. Στις συζητήσεις που διεξάγονται στο Συμβούλιο μπορούν να συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη, πλην, όμως, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην «ενισχυμένη συνεργασία».
Οι δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή της «ενισχυμένης συνεργασίας», πέραν των διοικητικών εξόδων των θεσμικών οργάνων, βαρύνουν μόνο τα συμμετέχοντα κράτη, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει ομόφωνα άλλως.
Περιθωριοποίηση των εθνικών Κοινοβουλίων
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η «ενισχυμένη συνεργασία» ως δια δικασία περιθωριοποιεί τα εθνικά Κοινοβούλια, τα οποία δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο στην όλη διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η πλήρης απαξίωση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στα κράτη-μέλη της ΕΕ και η συνακόλουθη απονομιμοποίηση του πολιτικού τους συστήματος.
Η δημοσιονομική συνθήκη
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 10 της δημοσιονομικής συνθήκης, και ειδικότερα στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση, τηρουμένων των διατάξεων των Συνθηκών της ΕΕ, να κάνουν χρήση όπου είναι αναγκαίο της διαδικα σίας «ενισχυμένης συνεργασίας», σε τομείς που είναι καθοριστικοί για την ομαλή λειτουργία της Ευρωζώνης, χωρίς να υπονομεύεται η ενιαία αγορά.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αποφάσεις των ηγετών της Ευρωζώνης της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2011, οι τομείς στους οποίους σχεδιάζεται η αξιοποίηση της «ενισχυμένης συνεργασίας» αναμένεται να αφορούν κυρίως στη φορολογία, στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνική πολιτική.
Με τον τρόπο αυτό σχεδιάζουν οι «Μερκοζί» να παρακάμψουν εντελώς τα εθνικά Κοινοβούλια και να δρομολογήσουν την «κινεζοποίηση» της Ευρωζώνης.
Η μέχρι στιγμής εύγλωττη σιωπή της κυβέρνησης Παπαδήμου και των κομμάτων του Μνημονίου για τους παραπάνω σχεδιασμούς του γερμανογαλλικού άξονα δεν εκπλήσσει βεβαίως κανέναν.
Από την άλλη, όπως δείχνουν και οι συνεχείς μετρήσεις της κοινής γνώμης, ο ελληνικός λαός δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί την «κινεζοποίηση» των μισθών και των συντάξεών του. Και θα παλέψει ενωμένος για να απαλλαγεί από τα κόμματα του Μνημονίου, την κυβέρνηση Παπαδήμου και την τρόικα.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 5/1/12
Σύμφωνα με τη γερμανική στρατηγική, όσα κράτη-μέλη της ΕΕ επιθυμούν εντονότερη σ’ έκταση και βάθος οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση δεν θα πρέπει να εμποδίζονται από τα υπόλοιπα «απρόθυμα» κράτη-μέλη να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση αυτή.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική συνθήκη θα τεθεί σε εφαρμογή εφόσον επικυρωθεί όχι από το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης, αλλά από εννέα τουλάχιστον κράτη-μέλη της. Αυτό σημαίνει ότι οι «Μερκοζί», προκειμένου να επιβάλουν τη σκληρή δημοσιονομική λιτότητα, αρκούνται στη δημιουργία σε πρώτη φάση μιας «μικρής Ευρωζώνης».
Κλειδί για την εφαρμογή στην πράξη της δημοσιονομικής συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 10, αποτελεί η διαδικασία της «ενισχυμένης συνεργασίας» που προβλέπεται ήδη από το δίκαιο της ΕΕ.
Από το Μάαστριχτ στη Λισαβόνα
Η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» είχε ήδη επιτραπεί σε περιορισμένο βαθμό από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για δύο μόνο κράτη-μέλη: τη Βρετανία και τη Δανία.
Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, θεσμοθετήθηκε και τυπικά η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων», μέσα από τη διαδικασία της τότε αποκαλούμενης «στενότερης συνεργασίας ή ευελιξίας», που μπορούσε να αξιοποιηθεί από όλα τα τότε κράτη-μέλη της ΕΕ, αφορούσε σε διάφορα πεδία εφαρμογής και μπορούσε να ασκηθεί υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Οι ευρωπαϊκές συνθήκες μετά την αναθεώρηση της Λισαβόνας προσδιορίζουν αναλυτικά τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας της «ενισχυμένης συνεργασίας».
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) όσο και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) περιλαμβάνονται «διατάξεις περί των ενισχυμένων συνεργασιών».
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 20 της ΣΕΕ, η «ενισχυμένη συνεργασία» μπορεί να καθιερωθεί στο πλαίσιο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να καθιερωθεί στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, αφού η εν λόγω πολιτική εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ΕΕ.
Μπορεί, όμως, να εφαρμοστεί στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και ιδίως στο πλαίσιο της άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής, που αποτελεί, άλλωστε, και αντικείμενο της υπό διαπραγμάτευση δημοσιονομικής συνθήκης.
Οι «ενισχυμένες συνεργασίες» πρέπει να έχουν ως σκοπό:
1. Να διευκολύνουν την πραγμάτωση των στόχων της ΕΕ.
2. Να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της ΕΕ.
3. Να ενισχύσουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ταυτόχρονα, πρέπει να σέβονται τις συνθήκες και το δίκαιο της ΕΕ, να μην θίγουν την εσωτερική αγορά ούτε την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Τέλος, δεν θα πρέπει να συνιστούν διάκριση ή φραγμό στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών ούτε να προκαλούν στρεβλώσεις του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Επιπροσθέτως, οι «ενισχυμένες συνεργασίες» πρέπει να είναι ανοιχτές σε όλα τα κράτη-μέλη, να σέβονται τα δικαιώματα όσων κρατών-μελών της ΕΕ δεν συμμετέχουν σε αυτές, ενώ από την πλευρά τους τα μη συμμετέχοντα κράτη-μέλη δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την εφαρμογή των «ενισχυμένων συνεργασιών».
Εννέα κράτη-μέλη
Τα κράτη, λοιπόν, που επιθυμούν να καθιερώσουν μεταξύ τους «ενισχυμένη συνεργασία» μπορούν να προσφεύγουν στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και να ασκούν τις αρμοδιότητες αυτές εφαρμόζοντας τις κατάλληλες διατάξεις της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ.
Για το λόγο αυτό, απευθύνουν σχετική αίτηση στην Επιτροπή, καθορίζοντας ταυτόχρονα το πεδίο εφαρμογής της «ενισχυμένης συνεργασίας» και τους επιδιωκόμενους στόχους της.
Η «ενισχυμένη συνεργασία» εγκρίνεται με απόφαση του Συμβουλίου ως έσχατη λύση και αφού διαπιστωθεί ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της συνεργασίας αυτής δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα σε εύλογο χρόνο από την Ένωση στο σύνολό της.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εξουσιοδότηση για την καθιέρωση «ενισχυμένης συνεργασίας» παρέχεται από το Συμβούλιο βάσει προτάσεως της Επιτροπής και κατόπιν έγκρισης του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η «ενισχυμένη συνεργασία» απαιτεί συμμετοχή τουλάχιστον εννέα κρατών-μελών της ΕΕ. Σημειωτέον ότι και η δημοσιονομική συνθήκη για να τεθεί σε εφαρμογή απαιτεί την επικύρωσή της τουλάχιστον από εννέα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
Η «ενισχυμένη συνεργασία» εν δράσει
Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι, στο βαθμό που θα δημιουργηθεί μια ομάδα πρόθυμων κρατών-μελών της ΕΕ, οι «ενισχυμένες συνεργασίες» μπορούν να αφορούν σε διάφορα πεδία εφαρμογής. Μάλιστα, σε κάθε «ενισχυμένη συνεργασία» δεν απαιτείται καν να συμμετέχουν τα ίδια κράτη-μέλη. Έτσι, διαφορετική μπορεί να είναι η σύνθεση των εννέα κρατών-μελών της ΕΕ για «ενισχυμένη συνεργασία» στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής απ’ αυτή στο πεδίο του περιβάλλοντος ή της ενέργειας.
Οι πράξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της «ενισχυμένης συνεργασίας» δεσμεύουν μόνο τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν σε αυτή. Στις συζητήσεις που διεξάγονται στο Συμβούλιο μπορούν να συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη, πλην, όμως, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην «ενισχυμένη συνεργασία».
Οι δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή της «ενισχυμένης συνεργασίας», πέραν των διοικητικών εξόδων των θεσμικών οργάνων, βαρύνουν μόνο τα συμμετέχοντα κράτη, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει ομόφωνα άλλως.
Περιθωριοποίηση των εθνικών Κοινοβουλίων
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η «ενισχυμένη συνεργασία» ως δια δικασία περιθωριοποιεί τα εθνικά Κοινοβούλια, τα οποία δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο στην όλη διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η πλήρης απαξίωση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στα κράτη-μέλη της ΕΕ και η συνακόλουθη απονομιμοποίηση του πολιτικού τους συστήματος.
Η δημοσιονομική συνθήκη
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 10 της δημοσιονομικής συνθήκης, και ειδικότερα στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση, τηρουμένων των διατάξεων των Συνθηκών της ΕΕ, να κάνουν χρήση όπου είναι αναγκαίο της διαδικα σίας «ενισχυμένης συνεργασίας», σε τομείς που είναι καθοριστικοί για την ομαλή λειτουργία της Ευρωζώνης, χωρίς να υπονομεύεται η ενιαία αγορά.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αποφάσεις των ηγετών της Ευρωζώνης της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2011, οι τομείς στους οποίους σχεδιάζεται η αξιοποίηση της «ενισχυμένης συνεργασίας» αναμένεται να αφορούν κυρίως στη φορολογία, στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνική πολιτική.
Με τον τρόπο αυτό σχεδιάζουν οι «Μερκοζί» να παρακάμψουν εντελώς τα εθνικά Κοινοβούλια και να δρομολογήσουν την «κινεζοποίηση» της Ευρωζώνης.
Η μέχρι στιγμής εύγλωττη σιωπή της κυβέρνησης Παπαδήμου και των κομμάτων του Μνημονίου για τους παραπάνω σχεδιασμούς του γερμανογαλλικού άξονα δεν εκπλήσσει βεβαίως κανέναν.
Από την άλλη, όπως δείχνουν και οι συνεχείς μετρήσεις της κοινής γνώμης, ο ελληνικός λαός δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί την «κινεζοποίηση» των μισθών και των συντάξεών του. Και θα παλέψει ενωμένος για να απαλλαγεί από τα κόμματα του Μνημονίου, την κυβέρνηση Παπαδήμου και την τρόικα.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 5/1/12