Η ελληνική πλευρά μπορεί να εγγράψει το «γερμανικό χρέος προς την Ελληνική Δημοκρατία» στις ανείσπρακτες οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο!
Καθώς βαθαίνει καθημερινά η υπερχρέωση της χώρας και μαζί τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα στα οποία μας έχει οδηγήσει η συνταγή της τρόικας, καθίσταται πλέον εμφανές ότι η έξοδος από το Μνημόνιο μπορεί να γίνει μόνο με την ανάληψη μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών.
Σύμφωνα με εμπεριστατωμένες μελέτες (Α. Μπρεδήμας ΝΟΒ 58/2010), η δικαστική διεκδίκηση εκ μέρους της Ελλάδας των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες, παρότι, βεβαίως, είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως το γεγονός ότι η Γερμανία μας οφείλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 162 δις ευρώ, πέραν των τόκων και πέραν των οφειλών για τα θύματα του Διστόμου και των άλλων μαρτυρικών ελληνικών πόλεων.
Για το λόγο αυτό, από πλευράς επιστήμης, αναζητείται η δικαστική εκείνη οδός η οποία θα είναι η πλέον πρόσφορη για την ευδοκίμηση των δικαστικών ενεργειών της χώρας μας κατά της Γερμανίας για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.
Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση με επίσημο τρόπο, στη Βουλή, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, δέχτηκε ότι οι σχετικές κρατικές διεκδικήσεις μας σε σχέση με τις γερμανικές αποζημιώσεις ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 162 δις ευρώ χωρίς τους τόκους, από τα οποία 108 δις ευρώ αφορούν στις πολεμικές επανορθώσεις και 54 δις ευρώ στο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Σύμφωνα με το Γάλλο οικονομολόγο Ζακ Ντελπλά, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Les Echos, οι Γερμανοί οφείλουν εντόκως για τους παραπάνω λόγους 575 δις ευρώ, ενώ ο Μανώλης Γλέζος ανεβάζει το ποσό στο 1,1 τρις ευρώ.
Να τιτλοποιηθεί το κατοχικό δάνειο
Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο επιβλήθηκε από τις κατοχικές γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις στη χώρα μας με μονομερή απόφασή τους, την οποία έλαβαν στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου του 1942 και την οποία εν συνεχεία ανακοίνωσαν στην κυβέρνηση των δοσιλόγων.
Ας σημειωθεί ότι η γερμανική πλευρά κατέβαλε ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου. Η εν συνεχεία άρνηση καταβολής των σχετικών δόσεων του δανείου μετέτρεψε έκτοτε το δάνειο σε έντοκο, λόγω υπερημερίας. Μάλιστα, η Ιταλία μετά τον πόλεμο αναγνώρισε την οφειλή της από το κατοχικό δάνειο και προχώρησε σε σχετικό διακανονισμό με την Ελλάδα για την εξόφλησή του, σε συνδυασμό με την καταβολή και των σχετικών πολεμικών επανορθώσεων.
Όπως επισήμανε σε σχετική του συνέντευξη το 1988 ο Ξενοφών Ζολώτας, που ασχολήθηκε με το ζήτημα του κατοχικού δανείου, για «την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών υποχρεώθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος να χορηγεί πιστώσεις προς τις γερμανικές Αρχές εξοφλητέες σε πρώτη ευκαιρία. Ήταν κανονικές πιστώσεις, οι οποίες, μάλιστα, είχαν αρχίσει να εξοφλούνται μερικώς κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Όταν, όμως, τελείωσε ο Πόλεμος και ανακινήσαμε το ζήτημα των πιστώσεων αυτών, συναντήσαμε άρνηση».
Το ζήτημα του κατοχικού δανείου τέθηκε από την ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα Ζολώτα, και το 1955, οπότε και επισημάνθηκε ότι, ενώ οι γερμανικές αποζημιώσεις είχαν ανασταλεί, εντούτοις το κατοχικό δάνειο ήταν απαιτητό, αφού επρόκειτο για «κανονικές πιστώσεις που θα έπρεπε να εξοφληθούν».
Στη συνέχεια, το ζήτημα του κατοχικού δανείου έθεσε ανεπίσημα η Ελλάδα το 1964 με τον Άγγελο Αγγελόπουλο. Ακολούθησε η γνωστή έκθεση του Ανδρέα Παπανδρέου για το κατοχικό δάνειο, o οποίος έθεσε επίσημα το ζήτημα αυτό το 1965, οπότε και επισκέφθηκε τη Βόννη. Έκτοτε το ζήτημα τέθηκε ξανά το 1974 από τον Ξενοφώντα Ζολώτα, όπως και στις 18 Απριλίου του 1991, προφορικά, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, στο Γερμανό ομόλογό του, κ. Γκένσερ. Το κατοχικό δάνειο στη συνέχεια τέθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το 1995.
Έτσι, κατόπιν εντολής του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Κάρολο Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία, κ. Ι. Μπουρλογιάννης, επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου του 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, κ. Χάρτμαν, σχετική ρηματική διακοίνωση, με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Στη συνέχεια κι ενώ πέρασαν περισσότερα από δεκαέξι χρόνια και μεσολάβησαν τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις, με πρωθυπουργούς τους Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμο, ο ελληνικός λαός ακόμη περιμένει τους υποτιθέμενους «υπεύθυνους κυβερνητικούς χειρισμούς» για την εξόφληση του κατοχικού δανείου και την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων.
Καθώς, λοιπόν, οι Γερμανοί αρνούνται να καταβάλουν τις οφειλές τους από το κατοχικό δάνειο και ενόψει του γεγονότος ότι στη δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης - KfW πέρασαν ρήτρα που απαγορεύει το συμψηφισμό σχετικών απαιτήσεων της χώρας μας ως τρόπο εξόφλησης του εν λόγω δανείου, ένας ιδιαίτερα πρόσφορος τρόπος είναι η τιτλοποίηση (securitization) του κατοχικού δανείου και η πώληση του σχετικού τίτλου – για παράδειγμα, ομολόγου ή άλλου είδους χρεογράφου – στις διεθνείς αγορές.
Είναι προφανές ότι θα υπήρχαν εν προκειμένω πολλοί ενδιαφερόμενοι, μεταξύ αυτών και το εβραϊκό λόμπι, για ευνόητους λόγους. Στην όλη ιστορία αναμένεται να εμπλακούν και οι οίκοι αξιο λόγησης, οι οποίοι θα βαθμολογήσουν την εν λόγω τιτλοποίηση και ταυτόχρονα θα προχωρήσουν σε συνακόλουθη βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας.
Θα μπορούσε, άραγε, η Γερμανία να διατηρήσει τα τρία Α στη βαθμολογία της πιστοληπτικής της ικανότητας, εάν υπάρξει η τιτλοποίηση του κατοχικού δανείου, που, κατά τον Κον Μπεντίτ, ανέρχεται σήμερα σε τουλάχιστον 81 δις ευρώ και κατ’ άλλους υπολογισμούς – που προέρχονται από ελληνικής πλευράς – σε τουλάχιστον 360 δις ευρώ;
Να εγγραφεί το γερμανικό χρέος στον κρατικό προϋπολογισμό
Επιπλέον, η ελληνική πλευρά, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, μπορεί να εγγράψει το «αντίστοιχο γερμανικό χρέος προς την Ελληνική Δημοκρατία» στις ανείσπρακτες οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο και, κατ’ επέκταση, στον κρατικό προϋπολογισμό, αφού πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος. Στη συνέχεια θα πρέπει δοθεί σχετική εντολή από το υπουργείο Οικονομικών στις υπηρεσίες του να προβούν σε άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του εν λόγω ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους.
Η εγγραφή στον κρατικό προϋπολογισμό του «αντίστοιχου γερμανικού χρέους προς την Ελληνική Δημοκρατία» θα έχει ως αποτέλεσμα ο προϋπολογισμός της χώρας μας να μεταβληθεί σε πλεονασματικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο και τη δημοσιονομική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, τα spreads κ.λπ.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, η Γερμανία θα πρέπει να υποχρεωθεί να εγγράψει το δημόσιο χρέος της προς την Ελλάδα στο δικό της κρατικό προϋπολογισμό και έτσι να τεθεί πλέον το Βερολίνο στη βάσανο της πιθανής δημοσιονομικής επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού είναι πλέον σαφές ότι δεν θα εκπληρώνει τα κριτήρια του Μάαστριχτ αλλά ούτε και τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών μπορεί επίσης να προχωρήσει στην τιτλοποίηση και των εν λόγω απαιτήσεων κατά της Γερμανίας. Από τα παραπάνω προκύπτει, λοιπόν, ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Έχει, όμως, το σθένος η επίσημη ελληνική πλευρά να τις διεκδικήσει;
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα
Καθώς βαθαίνει καθημερινά η υπερχρέωση της χώρας και μαζί τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα στα οποία μας έχει οδηγήσει η συνταγή της τρόικας, καθίσταται πλέον εμφανές ότι η έξοδος από το Μνημόνιο μπορεί να γίνει μόνο με την ανάληψη μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών.
Σύμφωνα με εμπεριστατωμένες μελέτες (Α. Μπρεδήμας ΝΟΒ 58/2010), η δικαστική διεκδίκηση εκ μέρους της Ελλάδας των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες, παρότι, βεβαίως, είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως το γεγονός ότι η Γερμανία μας οφείλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 162 δις ευρώ, πέραν των τόκων και πέραν των οφειλών για τα θύματα του Διστόμου και των άλλων μαρτυρικών ελληνικών πόλεων.
Για το λόγο αυτό, από πλευράς επιστήμης, αναζητείται η δικαστική εκείνη οδός η οποία θα είναι η πλέον πρόσφορη για την ευδοκίμηση των δικαστικών ενεργειών της χώρας μας κατά της Γερμανίας για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου.
Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση με επίσημο τρόπο, στη Βουλή, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, δέχτηκε ότι οι σχετικές κρατικές διεκδικήσεις μας σε σχέση με τις γερμανικές αποζημιώσεις ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 162 δις ευρώ χωρίς τους τόκους, από τα οποία 108 δις ευρώ αφορούν στις πολεμικές επανορθώσεις και 54 δις ευρώ στο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Σύμφωνα με το Γάλλο οικονομολόγο Ζακ Ντελπλά, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Les Echos, οι Γερμανοί οφείλουν εντόκως για τους παραπάνω λόγους 575 δις ευρώ, ενώ ο Μανώλης Γλέζος ανεβάζει το ποσό στο 1,1 τρις ευρώ.
Να τιτλοποιηθεί το κατοχικό δάνειο
Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο επιβλήθηκε από τις κατοχικές γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις στη χώρα μας με μονομερή απόφασή τους, την οποία έλαβαν στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου του 1942 και την οποία εν συνεχεία ανακοίνωσαν στην κυβέρνηση των δοσιλόγων.
Ας σημειωθεί ότι η γερμανική πλευρά κατέβαλε ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου. Η εν συνεχεία άρνηση καταβολής των σχετικών δόσεων του δανείου μετέτρεψε έκτοτε το δάνειο σε έντοκο, λόγω υπερημερίας. Μάλιστα, η Ιταλία μετά τον πόλεμο αναγνώρισε την οφειλή της από το κατοχικό δάνειο και προχώρησε σε σχετικό διακανονισμό με την Ελλάδα για την εξόφλησή του, σε συνδυασμό με την καταβολή και των σχετικών πολεμικών επανορθώσεων.
Όπως επισήμανε σε σχετική του συνέντευξη το 1988 ο Ξενοφών Ζολώτας, που ασχολήθηκε με το ζήτημα του κατοχικού δανείου, για «την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών υποχρεώθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος να χορηγεί πιστώσεις προς τις γερμανικές Αρχές εξοφλητέες σε πρώτη ευκαιρία. Ήταν κανονικές πιστώσεις, οι οποίες, μάλιστα, είχαν αρχίσει να εξοφλούνται μερικώς κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Όταν, όμως, τελείωσε ο Πόλεμος και ανακινήσαμε το ζήτημα των πιστώσεων αυτών, συναντήσαμε άρνηση».
Το ζήτημα του κατοχικού δανείου τέθηκε από την ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα Ζολώτα, και το 1955, οπότε και επισημάνθηκε ότι, ενώ οι γερμανικές αποζημιώσεις είχαν ανασταλεί, εντούτοις το κατοχικό δάνειο ήταν απαιτητό, αφού επρόκειτο για «κανονικές πιστώσεις που θα έπρεπε να εξοφληθούν».
Στη συνέχεια, το ζήτημα του κατοχικού δανείου έθεσε ανεπίσημα η Ελλάδα το 1964 με τον Άγγελο Αγγελόπουλο. Ακολούθησε η γνωστή έκθεση του Ανδρέα Παπανδρέου για το κατοχικό δάνειο, o οποίος έθεσε επίσημα το ζήτημα αυτό το 1965, οπότε και επισκέφθηκε τη Βόννη. Έκτοτε το ζήτημα τέθηκε ξανά το 1974 από τον Ξενοφώντα Ζολώτα, όπως και στις 18 Απριλίου του 1991, προφορικά, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, στο Γερμανό ομόλογό του, κ. Γκένσερ. Το κατοχικό δάνειο στη συνέχεια τέθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το 1995.
Έτσι, κατόπιν εντολής του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Κάρολο Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία, κ. Ι. Μπουρλογιάννης, επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου του 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, κ. Χάρτμαν, σχετική ρηματική διακοίνωση, με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Στη συνέχεια κι ενώ πέρασαν περισσότερα από δεκαέξι χρόνια και μεσολάβησαν τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις, με πρωθυπουργούς τους Κ. Σημίτη, Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμο, ο ελληνικός λαός ακόμη περιμένει τους υποτιθέμενους «υπεύθυνους κυβερνητικούς χειρισμούς» για την εξόφληση του κατοχικού δανείου και την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων.
Καθώς, λοιπόν, οι Γερμανοί αρνούνται να καταβάλουν τις οφειλές τους από το κατοχικό δάνειο και ενόψει του γεγονότος ότι στη δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης - KfW πέρασαν ρήτρα που απαγορεύει το συμψηφισμό σχετικών απαιτήσεων της χώρας μας ως τρόπο εξόφλησης του εν λόγω δανείου, ένας ιδιαίτερα πρόσφορος τρόπος είναι η τιτλοποίηση (securitization) του κατοχικού δανείου και η πώληση του σχετικού τίτλου – για παράδειγμα, ομολόγου ή άλλου είδους χρεογράφου – στις διεθνείς αγορές.
Είναι προφανές ότι θα υπήρχαν εν προκειμένω πολλοί ενδιαφερόμενοι, μεταξύ αυτών και το εβραϊκό λόμπι, για ευνόητους λόγους. Στην όλη ιστορία αναμένεται να εμπλακούν και οι οίκοι αξιο λόγησης, οι οποίοι θα βαθμολογήσουν την εν λόγω τιτλοποίηση και ταυτόχρονα θα προχωρήσουν σε συνακόλουθη βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας.
Θα μπορούσε, άραγε, η Γερμανία να διατηρήσει τα τρία Α στη βαθμολογία της πιστοληπτικής της ικανότητας, εάν υπάρξει η τιτλοποίηση του κατοχικού δανείου, που, κατά τον Κον Μπεντίτ, ανέρχεται σήμερα σε τουλάχιστον 81 δις ευρώ και κατ’ άλλους υπολογισμούς – που προέρχονται από ελληνικής πλευράς – σε τουλάχιστον 360 δις ευρώ;
Να εγγραφεί το γερμανικό χρέος στον κρατικό προϋπολογισμό
Επιπλέον, η ελληνική πλευρά, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, μπορεί να εγγράψει το «αντίστοιχο γερμανικό χρέος προς την Ελληνική Δημοκρατία» στις ανείσπρακτες οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο και, κατ’ επέκταση, στον κρατικό προϋπολογισμό, αφού πρόκειται για άμεσα απαιτητό ληξιπρόθεσμο χρέος. Στη συνέχεια θα πρέπει δοθεί σχετική εντολή από το υπουργείο Οικονομικών στις υπηρεσίες του να προβούν σε άμεσες ενέργειες για την είσπραξη του εν λόγω ληξιπρόθεσμου γερμανικού χρέους.
Η εγγραφή στον κρατικό προϋπολογισμό του «αντίστοιχου γερμανικού χρέους προς την Ελληνική Δημοκρατία» θα έχει ως αποτέλεσμα ο προϋπολογισμός της χώρας μας να μεταβληθεί σε πλεονασματικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο και τη δημοσιονομική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, τα spreads κ.λπ.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, η Γερμανία θα πρέπει να υποχρεωθεί να εγγράψει το δημόσιο χρέος της προς την Ελλάδα στο δικό της κρατικό προϋπολογισμό και έτσι να τεθεί πλέον το Βερολίνο στη βάσανο της πιθανής δημοσιονομικής επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού είναι πλέον σαφές ότι δεν θα εκπληρώνει τα κριτήρια του Μάαστριχτ αλλά ούτε και τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στη συνέχεια το υπουργείο Οικονομικών μπορεί επίσης να προχωρήσει στην τιτλοποίηση και των εν λόγω απαιτήσεων κατά της Γερμανίας. Από τα παραπάνω προκύπτει, λοιπόν, ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Έχει, όμως, το σθένος η επίσημη ελληνική πλευρά να τις διεκδικήσει;
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα