Όπως έχουμε επισημάνει (ΑΝΤ1, 21/1/2010), το σκάνδαλο της Siemens αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης Επιτροπής, η οποία θα μπορούσε να εξετάσει τεκμηριωμένα το ζήτημα του «επονείδιστου ή απεχθούς χρέους» (odious debt) και στην περίπτωση της χώρας μας. Ανάλογη πρόταση κατέθεσε και η Σοφία Σακοράφα (βλ. Η Εποχή, 24/1/2010), η οποία ανέλαβε μάλιστα τη φιλόδοξη πρωτοβουλία συγκρότησης της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου επί του ελληνικού δημόσιου χρέους (ΕΛΕ). Στο πλαίσιο δράσης της, η ΕΛΕ διοργάνωσε την προηγούμενη εβδομάδα διεθνές συνέδριο για το χρέος και τη λιτότητα, στο οποίο είχαμε την ευκαιρία να εκθέσουμε τις απόψεις μας για το «επονείδιστο χρέος», που, ως γνωστόν, έχουμε αναλύσει στα «Επίκαιρα» (27/1/2011).
Επονείδιστο χρέος και Διεθνές Δίκαιο
Η έννοια του «επονείδιστου χρέους» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Διεθνές Δίκαιο με αφορμή την άρνηση των ΗΠΑ να εξοφλήσουν το χρέος της Κούβας προς την Ισπανία το 1898. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ ισχυρίστηκαν τότε ότι το χρέος της Κούβας προς την Ισπανία είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα συμπαι γνίας της κουβανικής «ηγεσίας» με τους Ισπανούς πιστωτές προκειμένου να κερδοσκοπήσουν εις βάρος του κουβανικού λαού κατά τη διάρκεια της ισπανικής αποικιοκρατίας. Για το λόγο αυτό, οι ΗΠΑ, που εν τω μεταξύ είχαν καταλάβει την Κούβα μετά τον αμερικανο-ισπανικό πόλεμο, αρνήθηκαν την εξόφληση του κουβανικού χρέους στην Ισπανία.
Μερική εφαρμογή της ρήτρας του «επονείδιστου χρέους» έγινε και το 1919 από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με αφορμή τα πολωνικά χρέη προς τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Πρωσίας.
Στην πορεία, η Σοβιετική Ένωση, το 1921, αρνήθηκε να πληρώσει το τσαρικό χρέος, με την αιτιολογία ότι κανένας λαός δεν ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει χρέη προς τους δανειστές του, που τον είχαν αλυσοδέσει επί αιώνες.
Ακολούθησε, το 1923, η γνωστή υπόθεση «Μεγάλη Βρετανία κατά Κόστα Ρίκα», στην οποία έγινε για πρώτη φορά δεκτή η εφαρμογή της θεωρίας του «επονείδιστου χρέους».
Πάντως, η θεωρητική επεξεργασία του δόγματος του «επονείδιστου χρέους» οφείλεται στο Ρώσο καθηγητή Alexander Nahum Sack, το 1927, που διατύπωσε στο Παρίσι με μεγαλύτερη σαφήνεια τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της θεωρίας του «επονείδιστου χρέους».
Έτσι, τρεις είναι οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία «επονείδιστου χρέους»:
1. Ο δανεισμός να έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών, στη βάση μιας λεόντειας σύμβασης.
Ο δανεισμός να έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών, στη βάση μιας λεόντειας σύμβασης.
2. Τα δάνεια να μην χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας, αλλά, αντίθετα, να σπαταλήθηκαν σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν το έθνος.
Τα δάνεια να μην χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας, αλλά, αντίθετα, να σπαταλήθηκαν σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν το έθνος.
3. Ο πιστωτής να ήταν ενήμερος γι’ αυτή την κατάσταση και, παρά ταύτα, να προχώρησε στο δανεισμό.
Ο πιστωτής να ήταν ενήμερος γι’ αυτή την κατάσταση και, παρά ταύτα, να προχώρησε στο δανεισμό.
Τη ρήτρα του «επονείδιστου χρέους» χρησιμοποίησε πρόσφατα και ο Ισημερινός, που διέγραψε μονομερώς ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους του.
Καθώς η υπερχρέωση των κρατών προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς, η εφαρμογή της θεωρίας του «επονείδιστου χρέους» κερδίζει συνεχώς έδαφος. Μάλιστα, το ζήτημα του «επονείδιστου χρέους» αποτέλεσε αντικείμενο και πρόσφατης μελέτης της ίδιας της Διεθνούς Τράπεζας.
Ευρωζώνη και υπερχρέωση της Ελλάδας
Όμως και η ίδια η υπερχρέωση της χώρας, η οποία προέκυψε μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη, οφείλεται σε παράνομες ενέργειες των εποπτικών Αρχών της ΕΕ, οι οποίες, αν και γνώριζαν ότι η Ελλάδα παραβιάζει τα κριτήρια δημοσιονομικής πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητας και του Μάαστριχτ, εντούτοις έκαναν τα... στραβά μάτια προκειμένου να συνεχίζεται η απρόσκοπτη εξαγωγή γερμανικών και γαλλικών καταναλωτικών προϊόντων και βιομηχανικού εξοπλισμού στη χώρα μας. Έτσι, ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας μας το 2004 ήταν 131 δις ευρώ, το 2009 ανήλθε, σύμφωνα με το ΔΝΤ, στα 264 δις ευρώ.
Ο επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, με δηλώσεις του τον περασμένο Οκτώβριο, παραδέχτηκε πως «οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι κάποια μέρα η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική κρίση που την έπληξε στις αρχές του χρόνου» (Κέρδος, 9/10/2010, σελ. 3), αναδεικνύοντας έτσι με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο τις ευθύνες των εταίρων μας για το δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την υπερχρέωση της χώρας. Όπως επισήμανε ρητά ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, «ήταν φανερό ότι κάποια μέρα η Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό το είδος του προβλήματος και ήξερα ότι το πρόβλημα αυτό θα έφτανε, διότι συζητούσαμε, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, ο πρόεδρος Ζαν-Κλοντ Τρισέ στην ΕΚΤ, η Επιτροπή και εγώ ο ίδιος, για τις προοπτικές αυτού που δεν ήταν τότε γνωστό, όπως αυτό που αποκαλούμε “ελληνική κρίση“». Και συνέχισε με ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τρόπο: «Ήξερα ακόμη ότι η Γαλλία και η Γερμανία κέρδιζαν τεράστια ποσά από τις εξαγωγές τους προς την Ελλάδα. Αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να πω δημόσια αυτό που γνώριζα».
Η επονείδιστη δανειακή σύμβαση με τις χώρες της Ευρωζώνης
Η παραδοχή αυτή του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι τα ελληνικά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη οφείλονται κυρίως στα θεσμικά ελλείμματα και στις δομικές ανεπάρκειες της ίδιας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης και στον τρόπο λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο της ΕΟΚ και μετέπειτα της ΕΕ.
Eπoμένως, ένα τεράστιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους οφείλεται σε μια συμπαιγνία του δικομματισμού, των εποπτικών Αρχών της ΕΕ και της πολιτικής και οικονομικής ευρωπαϊκής ελίτ, προκειμένου να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη εις βάρος του ελληνικού λαού.
Έτσι, η χώρα μας υπερχρεώθηκε και προβλέπεται να υπερχρεωθεί περαιτέρω χωρίς όμως να έχει και κάποιο σχετικό οικονομικό όφελος. Όπως, λοιπόν, τονίσαμε και στο ως άνω συνέδριο της ΕΛΕ, πρόκειται για «καραμπινάτη» περίπτωση «επονείδιστου χρέους», το οποίο, μάλιστα, έχει συνομολογηθεί ως τέτοιο με τις παραπάνω δηλώσεις του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπίσει την εν λόγω παράνομη υπερχρέωσή της, η Ελλάδα οδηγήθηκε με ύποπτες και προαποφασισμένες μεθοδεύσεις στο ΔΝΤ και στο μηχανισμό δήθεν διάσωσης και υποχρεώθηκε στη σύναψη δανείων με τα κράτη της Ευρωζώνης, τη γερμανική κρατική τράπεζα KfW και το ΔΝΤ, ύψους 110 δις ευρώ. Τα δάνεια αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αποπληρωμή των παλαιών επονείδιστων χρεών.
Επομένως, η δανειακή σύμβαση Ελλάδας - κρατών Ευρωζώνης/KfW είναι άκυρη όχι μόνο ως αντισυνταγματική και παράνομη (αφού δεν έχει καν κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο), αλλά και διότι συνιστά νέο επονείδιστο χρέος, αφού έχει συναφθεί προκειμένου να πληρωθούν τα παλαιότερα επονείδιστα χρέη της χώρας μας προς τους διεθνείς τοκογλύφους, τα οποία δημιουργήθηκαν λόγω της παραπάνω παράνομης λειτουργίας της ίδιας της ΟΝΕ και των εποπτικών της μηχανισμών.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι άκυρες και οι διάφορες ρήτρες της εν λόγω δανειακής σύμβασης περί παραίτησης της χώρας μας από την ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας, που επιτρέπουν στους δανειστές να προχωρήσουν σε κατάσχεση «ακατάσχετης» κατά τα λοιπά δημόσιας περιουσίας.
Η ένσταση «επονείδιστου χρέους» σε σχέση με την εν λόγω δανειακή σύμβαση μπορεί να προταθεί νόμιμα και ενώπιον κάθε δικαστη ρίου του εξωτερικού (Δικαστήριο της ΕΕ, αγγλικά δικαστήρια κ.λπ.), στο οποίο μπορεί ενδεχόμενα να συρθεί η χώρα από τους δανειστές με βάση την παραπάνω δανειακή σύμβαση και να καταστήσει έτσι νομικά αδύνατη την έκδοση οιασδήποτε δυσμενούς απόφασης κατά της Ελλάδας λόγω της ως άνω άκυρης και επονείδιστης δανειακής σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη ενδεχόμενη δικαστική εμπλοκή της χώρας λόγω αρνήσεως της πληρωμής των ως άνω δανείων του ΔΝΤ.
Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους (στο οποίο περιλαμβάνονται και τα χρέη λόγω του σκανδάλου της Siemens και των λοιπών παράνομων αναθέσεων σε άλλες γερμανικές και μη επιχειρήσεις), στην ουσία συνιστά «απεχθές ή επονείδιστο χρέος» (odious debt) και για το λόγο αυτό η ελληνική πλευρά έχει κάθε δικαίωμα όχι μόνο να αρνηθεί νόμιμα την εξόφλησή του, αλλά δικαιούται να προχωρήσει και στην μονομερή διαγραφή του.
Αλλά, για να γίνει αυτό, απαιτείται να έρθει στην εξουσία μια νέα δημοκρατική πλειοψηφία, η οποία θα ανοίξει το δρόμο για μια ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ που θα διασφαλίσει τη δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου, θα καταγγείλει το Μνημόνιο της νέας εξάρτησης και θα ακυρώσει τις επονείδιστες δανειακές συμβάσεις με τα κράτη της Ευρωζώνης, την KfW και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 12/5/11