Η συνάντηση Μέρκελ -Σαρκοζί την Κυριακή 9 Οκτωβρίου δεν κατέληξε σε συγκεκριμένα μέτρα σε σχέση με τη διάσωση των δανειστών της Ελλάδας.
Μάλιστα, το γαλλογερμανικό δίδυμο, με κυνικό τρόπο, ενημέρωσε διά του Τύπου την κυβέρνηση Παπανδρέου ότι οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν προς το τέλος του μήνα.
Έτσι, καθίσταται σαφές με τον πλέον άμεσο τρόπο ότι η χώρα μας επί του πρακτέου έχει μετατραπεί σε προτεκτοράτο των δανειστών και, κυρίως, του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος, με τη μέθοδο του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», θα κοινοποιήσει στην Αθήνα τις αποφάσεις του για το «haircut» των ελληνικών ομολόγων, που θα είναι καταστροφικό για τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και θα συνδυάζεται με ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας μας στους δανειστές, καθώς και με την κινεζοποίηση των μισθών.
Μέρκελ και Σαρκοζί επισήμαναν ότι το συνολικό γαλλογερμανικό σχέδιο για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών θα προωθηθεί για συζήτηση στη συνάντηση του G-20, στις αρχές Νοεμβρίου, όχι, όμως, και στη διάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης, που έχει προγραμματιστεί για τα μέσα Οκτωβρίου.
Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι οι αποφάσεις ρύθμισης του ελληνικού χρέους εκφεύγουν του στενού πλαισίου της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, εντασσόμενες πλέον στο πλαίσιο των αποφάσεων του G-20, όπου, μεταξύ άλλων, συμμετέχει και η Τουρκία (!), όχι, όμως, και η Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, το προωθούμενο από τη γερμανική πλευρά βαθύ «haircut» του ελληνικού δημόσιου χρέους σε ποσοστό τουλάχιστον 50% καταδεικνύει ότι η μονομερής διαγραφή του επονείδιστου χρέους είναι πλέον όχι μόνο νομικά δυνατή, αλλά και πολιτικά επίκαιρη και ηθικά πλήρως νομιμοποιημένη.
«Επονείδιστο χρέος» και διεθνές δίκαιο
Όπως έχουμε αναλύσει και σε παλαιότερα άρθρα μας, η έννοια του «επονείδιστου ή απεχθούς χρέους» («odious debt») εμφανίζεται για πρώτη φορά στο διεθνές δίκαιο με αφορμή την άρνηση των ΗΠΑ να εξοφλήσουν το χρέος της Κούβας προς την Ισπανία το 1898.
Μερική εφαρμογή της ρήτρας του «επονείδιστου χρέους» έγινε και το 1919 από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με αφορμή τα πολωνικά χρέη προς τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Πρωσίας.
Ακολούθησε το 1923 η γνωστή υπόθεση «Μεγάλη Βρετανία κατά Κόστα Ρίκα», στην οποία έγινε για πρώτη φορά δεκτή η εφαρμογή της θεωρίας του «επονείδιστου χρέους».
Πάντως, η θεωρητική επεξεργασία του δόγματος του «επονείδιστου χρέους» οφείλεται στο Ρώσο καθηγητή AlexanderNahumSack, που το 1927 διατύπωσε στο Παρίσι με μεγαλύτερη σαφήνεια τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της θεωρίας του «επονείδιστου χρέους».
Έτσι, τρεις είναι οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία «επονείδιστου χρέους»:
1. Ο δανεισμός να έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών, στη βάση μιας λεόντειας σύμβασης.
2. Τα δάνεια να μην χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας, αλλά, αντίθετα, να σπαταλήθηκαν σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν το έθνος.
3. Ο πιστωτής να ήταν ενήμερος γι’ αυτή την κατάσταση και, παρά ταύτα, να προχώρησε στο δανεισμό.
Siemens και «επονείδιστο χρέος»
Το σκάνδαλο της Siemens αποτελεί σαφέστατη περίπτωση επονείδιστου χρέους. Όπως έχει προκύψει από την Εξεταστική Επιτροπή, το σκάνδαλο της Siemens επικεντρώνεται κυρίως στις προγραμματικές συμβάσεις του ΟΤΕ, στις προμήθειες του ΟΣΕ, στο C4I, στους ηλεκτρονικούς μεταφραστές κ.λπ.
Η αγορά εξοπλισμού και υλικών από τη Siemens, που έγινε από τον ΟΤΕ, τον ΟΣΕ, τις υπόλοιπες ΔΕΚΟ αλλά και από το Ελληνικό Δημόσιο, πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο μέσω δανεισμού από ελληνικές και ξένες τράπεζες.
Η εν λόγω αγορά υλοποιήθηκε με σύναψη δανείων, που αποτελούν μέρος του χρέους του ΟΣΕ –ύψους τουλάχιστον 10 δις ευρώ–, το οποίο, με απόφαση της τρόικας, έχει πλέον προστεθεί στο ελληνικό δημόσιο χρέος.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους προέρχεται από τη σύναψη δανείων ή από τη χορήγηση εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου για την αγορά του παραπάνω εξοπλισμού από τη Siemens, στην οποία παράνομα ανατέθηκαν οι εν λόγω προμήθειες, λόγω μίζας και «μαύρων ταμείων».
Ευρωζώνη και υπερχρέωση της Ελλάδας
Και η ίδια, όμως, η υπερχρέωση της πατρίδας μας, η οποία προέκυψε μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη, οφείλεται σε παράνομες ενέργειες των εποπτικών Αρχών της ΕΕ, οι οποίες, αν και γνώριζαν ότι η χώρα παραβιάζει τα κριτήρια δημοσιονομικής πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητας και του Μάαστριχτ, εντούτοις έκαναν «τα στραβά μάτια» προκειμένου να συνεχίζεται η απρόσκοπτη εξαγωγή γερμανικών και γαλλικών καταναλωτικών προϊόντων και βιομηχανικού εξοπλισμού στη χώρα μας.
Αυτό συνομολόγησε, άλλωστε, και ο επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με δηλώσεις του (Κέρδος,9/10/2010, σελ. 3), στις οποίες επισήμανε ρητά πως «ήταν φανερό ότι κάποια μέρα η Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτού του είδους το πρόβλημα και ήξερα ότι το πρόβλημα αυτό θα έφτανε, διότι συζητούσαμε οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, ο πρόεδρος Ζαν Κλοντ Τρισέ στην ΕΚΤ, η Επιτροπή και εγώ ο ίδιος για τις προοπτικές αυτού, που δεν ήταν τότε γνωστό όπως αυτό που αποκαλούμε “ελληνική κρίση”». Και συνέχισε με ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τρόπο: «Ήξερα ακόμη ότι η Γαλλία και η Γερμανία κέρδιζαν τεράστιαποσά από τις εξαγωγές τους προς την Ελλάδα. Αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να πω δημόσια αυτό που γνώριζα».
Επομένως, ένα τεράστιο τμήμα του ελληνικού δημόσιου χρέους οφείλεται σε μια συμπαιγνία του δικομματισμού, των εποπτικών Αρχών της ΕΕ και της πολιτικής και οικονομικής ευρωπαϊκής ελίτ, προκειμένου να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη εις βάρος του ελληνικού λαού.
Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους επί της ουσίας συνιστά «απεχθές ή επονείδιστο χρέος» και για το λόγο αυτό η ελληνική πλευρά έχει κάθε δικαίωμα όχι μόνο να αρνηθεί νόμιμα την εξόφλησή του, αλλά μπορεί να προχωρήσει και στη μονομερή διαγραφή του.
Επονείδιστη και η δανειακή σύμβαση με τις χώρες της Ευρωζώνης
Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπίσει την εν λόγω παράνομη υπερχρέωσή της, η Ελλάδα οδηγήθηκε με ύποπτες και προαποφασισμένες μεθοδεύσεις στο ΔΝΤ και στο μηχανισμό δήθεν διάσωσης και υποχρεώθηκε να προχωρήσει στη σύναψη δανείων με τα κράτη της Ευρωζώνης, τη γερμανική κρατική τράπεζα KfW και το ΔΝΤ, ύψους 110 δις ευρώ. Τα δάνεια αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αποπληρωμή των παλαιών επονείδιστων χρεών και, επομένως, και τα εν λόγω δάνεια συνιστούν νέο επονείδιστο χρέος.
Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους –στο οποίο περιλαμβάνονται και τα χρέη λόγω του σκανδάλου της Siemens και των λοιπών παράνομων αναθέσεων σε άλλες γερμανικές και μη επιχειρήσεις–, στην ουσία συνιστά «απεχθές ή επονείδιστο χρέος» και για το λόγο αυτό η ελληνική πλευρά έχει κάθε δικαίωμα όχι μόνο να αρνηθεί νόμιμα την εξόφλησή του, αλλά δικαιούται να προχωρήσει και στη μονομερή διαγραφή του.
Όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα που συντάξαμε με βάση το Μεσοπρόθεσμο, σε περίπτωση μονομερούς διαγραφής του επονείδιστου χρέους, που ανέρχεται τουλάχιστον στα δύο τρίτα του παρόντος δημόσιου χρέους, από το 2014 και μετά θα υπάρχει πλέον πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης.
Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται να έρθει στην εξουσία μια νέα δημοκρατική πλειοψηφία, η οποία θα ανοίξει το δρόμο για μια ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, που θα διασφαλίσει τη δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, θα καταγγείλει το Μνημόνιο της Νέας εξάρτησης και θα ακυρώσει τις επονείδιστες δανειακές συμβάσεις με τα κράτη της Ευρωζώνης, την KfW και το ΔΝΤ.
Ο δανεισμός να έγινε με ανήθικο και παράνομο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών, στη βάση μιας λεόντειας σύμβασης. Τα δάνεια να μην χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας, αλλά, αντίθετα, να σπαταλήθηκαν σε δραστηριότητες που δεν ωφέλησαν το έθνος. Ο πιστωτής να ήταν ενήμερος γι’ αυτή την κατάσταση και, παρά ταύτα, να προχώρησε στο δανεισμό.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 13/10/11