25 Οκτ 2011

Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και ο Ανδρέας Παπανδρέου - του Νότη Μαριά



Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων έχει πλέον τεθεί επί τάπητος. Όπως έχουμε ήδη αναλύσει στα «Επίκαιρα», η ελληνική κυβέρνηση,
με επίσημο τρόπο, στη Βουλή, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, δέχτηκε ότι οι σχετικές κρατικές διεκδικήσεις μας σε σχέση με τις γερμανικές αποζημιώσεις ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 162 δις ευρώ, χωρίς τους τόκους, από τα οποία 108 δις ευρώ αφορούν στις πολεμικές επανορθώσεις και 54 δις ευρώ στο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.



Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, όπως επισημαίνει σε πρόσφατη μελέτη του ο συνάδελφος Αντώνης Μπρεδήμας (Νομικό Βήμα 58/2010, σελ. 1609-1633), επιβλήθηκε από τις κατοχικές γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις στη χώρα μας με μονομερή απόφασή τους, την οποία έλαβαν στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου 1942 και την οποία εν συνεχεία ανακοίνωσαν στην κυβέρνηση των δοσίλογων.


Σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου που ίσχυε την εποχή εκείνη και ιδίως τη Σύμβαση της Χάγης του 1907, οι κατεχόμενες χώρες είχαν την υποχρέωση να φέρουν το βάρος των εξόδων κατοχής. Έτσι Γερμανοί και Ιταλοί υποχρέωσαν την κυβέρνηση των δοσίλογων να τους καταβάλει για έξοδα κατοχής το ποσό των 1,5 δις δραχμών το μήνα.


Όμως οι Γερμανοί, θέλοντας να χρηματοδοτήσουν και τις πολεμικές επιχειρήσεις του Ρόμελ στην Αφρική, επέβαλαν στη χώρα μας το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, σύμφωνα με το οποίο οι πέραν του παραπάνω ποσού αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές, θα είναι άτοκες και θα επιστραφούν αργότερα.


Στη συνέχεια ακολούθησαν τροποποιήσεις του κατοχικού δανείου, τις οποίες υπέγραψε και η ελληνική πλευρά.    
Ας σημειωθεί ότι η γερμανική πλευρά κατέβαλε ήδη κατά τη διάρκεια της κατοχής δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου. Η εν συνεχεία άρνηση καταβολής των σχετικών δόσεων του δανείου, όπως επισημαίνει και ο Τάσος Ηλιαδάκης (βλ. εφημερίδα Η Πατρίς, 25/1/2010) μετέτρεψε έκτοτε το δάνειο σε έντοκο λόγω υπερημερίας. 


Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ιταλία μετά τον πόλεμο αναγνώρισε την οφειλή της από το κατοχικό δάνειο και προχώρησε σε σχετικό διακανονισμό με την Ελλάδα για την εξόφλησή του, σε συνδυασμό με την καταβολή και των σχετικών πολεμικών επανορθώσεων.


Όπως επισήμανε σε σχετική του συνέντευξη το 1988 ο Ξενοφών Ζολώτας, που ασχολήθηκε με το ζήτημα του κατοχικού δανείου, για «την κάλυψη των εκτάκτων δαπανών υποχρεώθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος να χορηγεί πιστώσεις προς τις γερμανικές Αρχές εξοφλητέες σε πρώτη ευκαιρία. Ήταν κανονικές πιστώσεις, οι οποίες μάλιστα είχαν αρχίσει να εξοφλούνται μερικώς κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν όμως τελείωσε ο πόλεμος και ανακινήσαμε το ζήτημα των πιστώσεων αυτών, συναντήσαμε άρνηση» (βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 3/3/1988).


Το ζήτημα του κατοχικού δανείου τέθηκε από την ελληνική πλευρά σύμφωνα με τον Ξ. Ζολώτα και το 1955 οπότε και επισημάνθηκε ότι, ενώ οι γερμανικές αποζημιώσεις είχαν ανασταλεί, εντούτοις το κατοχικό δάνειο ήταν απαιτητό, αφού επρόκειτο για «κανονικές πιστώσεις που θα έπρεπε να εξοφληθούν» (βλ. Ριζοσπάστης, 8/12/1996).  
Στη συνέχεια το ζήτημα του κατοχικού δανείου έθεσε ανεπίσημα η Ελλάδα το 1964 με τον Άγγ. Αγγελόπουλο.


Η Έκθεση του Ανδρέα για το κατοχικό δάνειο


Για πρώτη φορά, πάντως, η χώρα μας έθεσε επίσημα το ζήτημα του κατοχικού δανείου με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος το 1965 επισκέφθηκε τη Βόνη.
Αυτό προκύπτει πέραν των άλλων και από τη σχετική Έκθεση που υπέβαλε ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 23/2/1965 στον πρόεδρο της κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία, πέραν των άλλων, αναφερόταν και στο κατοχικό δάνειο.


Στην έκθεση του Ανδρέα Παπανδρέου για το ζήτημα του κατοχικού δανείου αναφέρονται επί λέξει τα εξής:


« ΔΑΝΕΙΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝ ΣΤΡΑΤΟΝ ΚΑΤΟΧΗΣ


Κατά τας συνομιλίας μου μετά των κυρίων Zachs και Kaizer ανέφερα την ύπαρξιν του εκκρεμούντος θέματος του δανείου της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον γερμανικόν στρατόν κατοχής και υπεγράμμισα την σημασίαν την οποίαν αποδίδει η ελληνική κυβέρνησις εις ένα φιλικόν διακανονισμόν του εν λόγω θέματος. Ο διακανονισμός του θέματος τούτου, ετόνισα, ήθελεν εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη ατυχών συμβάντων του παρελθόντος και συσφίγξει έτι περαιτέρω τας σχέσεις των δύο χωρών. Ειδικώτερον, εσημείωσα ότι ο διακανονισμός του εν λόγω δανείου δύναται να συνδεθή με την παροχήν υπό της γερμανικής κυβερνήσεως προς την Ελλάδα μακροχρονίου ατόκου ή χαμηλοτόκου δανείου προς προώθησιν της οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος κατά το πρότυπον του παρελθόντος προς την Γιουγκοσλαβίαν κατά το 1956 δανείου (200.000.000 γερμανικά μάρκα, 99 έτη, άτοκον). Δάνειον αυτής της μορφής, ετόνισα εις τους κυρίους Zachs και Kaizer, ήθελε συντελέσει αποτελεσματικώς εις την ολοκλήρωσιν της οικονομικής υποδομής της χώρας καθιστώσης ούτω αποδοτικωτέραν την συνεργασίαν γερμανοελληνικών επιχειρήσεων, αίτινες ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι. 
Επί του εν λόγω θέματος υποβάλλω εντός των ημερών γραπτόν σημείωμα εις τον κ. Kaizer. Δέον να σημειωθή ότι δια πρώτην φοράν από ελληνικής πλευράς τίθεται επισήμως το αίτημα διακανονισμού του δανείου τούτου.


Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Α.Γ.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Βουλευτής Αχαΐας


ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ
1. Υπουργείον Συντονισμού, γραφείον υπουργού,
2. Υπουργείον Εξωτερικών, γραφείον υπουργού,
3. Υπουργείον Οικονομικών, γραφείον υπουργού,
4. Υπουργείον Βιομηχανίας, γραφείον υπουργού,
5. Ελληνικήν πρεσβείαν εις Βόννην,
6.Τράπεζαν της Ελλάδος, γραφείον διοικητού ».


Στη συνέχεια, στις 24 Φεβρουαρίου 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου υπέβαλε στο γενικό διευθυντή του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας κ. Κάιζερ σχετικό υπόμνημα αναφορικά με τα «Υπό της Τραπέζης της Ελλάδος χορηγηθέντα κατά τον πόλεμον δάνεια προς τας γερμανικάς αρχάς κατοχής εν συνδυασμώ προς το αίτημα χορηγήσεως μακροπροθέσμου δανείου αναπτύξεως προς την Ελλάδα».


Έκτοτε το ζήτημα τέθηκε ξανά το 1974 από τον Ξενοφώντα Ζολώτα και στις 18 Απριλίου 1991 προφορικά από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά στον Γερμανό ομόλογό του κ. Γκένσερ.

Η ελληνική ρηματική διακοίνωση του 1995


Το κατοχικό δάνειο στη συνέχεια τέθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το 1995. Έτσι, μετά από εντολή του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου προς τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία κ. Ι Μπουρλογιάννης επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Χάρτμαν σχετική ρηματική διακοίνωση με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Τη ρηματική αυτή διακοίνωση απέρριψε με δήλωση του κ. Χάρτμαν η γερμανική κυβέρνηση. 


Από ελληνικής πλευράς ακολούθησε σχετική δήλωση του τότε υπουργού Τύπου, ο οποίος τόνισε πως «η Γερμανία είναι εταίρος και φίλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέμα αυτό είναι διακρατικού επιπέδου και γι’ αυτό και κινούμεθα όπως ακριβώς είχαμε προσφάτως ανακοινώσει. Προς τούτο απαιτούνται ορθοί και υπεύθυνοι χειρισμοί τους οποίους η κυβέρνηση έχει αναλάβει κι έτσι θα προχωρήσει» (βλ. Μακεδονία, 15/11/1995).


Στη συνέχεια, κι ενώ πέρασαν περισσότερα από 15 χρόνια και μεσολάβησαν τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τον Κ. Σημίτη, τον Κ. Καραμανλή και τον Γ. Παπανδρέου, ο ελληνικός λαός ακόμη περιμένει τους υποτιθέμενους υπεύθυνους κυβερνητικούς χειρισμούς για την εξόφληση του κατοχικού δανείου και την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων.
Και μάλιστα τη στιγμή που, όπως προαναφέραμε, ήδη από την εποχή της Κατοχής η γερμανική πλευρά έχει αναγνωρίσει έμπρακτα την οφειλή της προς τη χώρα μας από το κατοχικό δάνειο καταβάλλοντας στην ελληνική πλευρά δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 20/01/2011