Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα , 26 Οκτ 2010
Η ίδρυση των αιρετών
περιφερειών σε συνδυασμό με την έντονη οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα
αναδεικνύει για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα της ενίσχυσης του δημόσιου
χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, της κατάργησης των πανελληνίων εξετάσεων
και της θεσμοθέτησης της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Ταυτόχρονα, ο έντονος οικονομικός ανταγωνισμός στον οποίο είναι εκτεθειμένη η χώρα μας λόγω της συνεχούς εμβάθυνσης της παγκοσμιοποίησης έχει αναγάγει το σύγχρονο πανεπιστήμιο σε καθοριστικό αναπτυξιακό εργαλείο για τις ελληνικές περιφέρειες. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην εποχή του Μνημονίου και της κηδεμονίας της χώρας από το ΔΝΤ, καθώς η κυβέρνηση επιχειρεί να καταργήσει το δημόσιο πανεπιστήμιο και στη θέση του να επιβάλει το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο.
Η αυξημένη ζήτηση για
πανεπιστημιακή εκπαίδευση
Στην αυγή του 21ου αιώνα
οι σύγχρονες κοινωνίες δοκιμάζονται από μια συνεχή και αυξανόμενη ζήτηση για
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, καθώς οι απαιτήσεις της οικονομίας της γνώσης
συνεχώς αυξάνονται.
Στη χώρα μας κάθε χρόνο
χιλιάδες υποψήφιοι διεκδικούν μία θέση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Από αυτούς
ένας συγκεκριμένος αριθμός περνά στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Όσοι δεν περάσουν στην
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αλλά και αρκετοί που περνούν σε πανεπιστημιακά τμήματα
που δεν επιθυμούν, κατευθύνονται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στο χώρο των
εργαστηρίων ελευθέρων σπουδών που συνεργάζονται με διάφορα ευρωπαϊκά κολέγια.
Η ελληνική φοιτητική
μετανάστευση στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για το 2007 υπολογίστηκε σε
51.138 φοιτητές από τους οποίους 25.000 στη Βρετανία. Η συνολική ετήσια δαπάνη
της φοιτητικής μετανάστευσης στο εξωτερικό ανέρχεται σε τουλάχιστον 1 δισ ευρώ,
τη στιγμή που οι ετήσιες εισροές από την ΕΕ στη χώρα μας υπολογίζονται περίπου
σε 4 δισ ευρώ. Ταυτόχρονα, χιλιάδες πολίτες υποβάλλουν αίτηση για επιλογή με
κλήρωση στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Μνημόνιο, Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση και ανταγωνιστικότητα
Ως γνωστό,
κατά το ΔΝΤ, ένα από τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η έλλειψη
ανταγωνιστικότητας την οποία αποδίδει στις δήθεν αυξημένες αποδοχές των Ελλήνων
εργαζομένων, που όμως με βάση τις διάφορες στατιστικές είναι πολύ χαμηλότερες
από αυτές που ισχύουν στη Γερμανία, τη Γαλλία και στις άλλες χώρες του σκληρού
πυρήνα της Ευρωζώνης.
Επειδή λοιπόν, κατά το ΔΝΤ, η Ελλάδα ως μέλος της
Ευρωζώνης δεν μπορούσε να βασιστεί στην υποτίμηση του νομίσματος προκειμένου να
ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της στη διεθνή οικονομία, έπρεπε να προχωρήσει
σε μια «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή σε μια βίαιη μείωση του βιοτικού
επιπέδου των κατοίκων της μέσω της μείωσης των μισθών. Τη μείωση των αποδοχών
των Ελλήνων εργαζομένων ζήτησε επανειλημμένα με δηλώσεις του ο επικεφαλής του
ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, ο οποίος επισήμανε ότι, προκειμένου η Ελλάδα να βγει
από την κρίση, έπρεπε να στηριχθεί στον αποπληθωρισμό, δηλαδή στη μείωση μισθών
και τιμών (Η Καθημερινή, 13/4/2010).
Έτσι, με αυτό το
επιχείρημα, η τρόικα και η κυβέρνηση μέσα από το Μνημόνιο επέβαλαν τη δραστική
μείωση των μισθών και των συντάξεων, την κατάργηση του δώρου Χριστουγέννων, του
δώρου Πάσχα και του επιδόματος αδείας στο δημόσιο τομέα, αλλά και σε ορισμένες
κατηγορίες συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, την ελαστικοποίηση των εργασιακών
σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα και την περαιτέρω απελευθέρωση των απολύσεων.
Το μοντέλο της ενίσχυσης
της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης μισθών, όπως έχουμε παρατηρήσει (Η
Σφήνα, 30/4/2010, σελ.16) δεν πρόκειται να φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα για
την ελληνική οικονομία, αφού η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί σε ένα «κοινωνικό dumping». Πρόκειται για μια αδιέξοδη επιλογή, δεδομένου ότι η
Ελλάδα δεν μπορεί να μειώσει το επίπεδο των μισθών στα αντίστοιχα επίπεδα των
χωρών της Ασίας ώστε να τις ανταγωνιστεί.
Αντίθετα, η
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας πρέπει να στηριχτεί
στην ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, στην καινοτομία, στο σχεδιασμό, στην
ενσωμάτωση τεχνολογίας και στην παραγωγή προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον.
Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει επενδύσεις πόρων στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση,
στην καινοτομία και στην πράσινη ανάπτυξη.
Βασικό, λοιπόν,
εργαλείο για την ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση
των περιφερειών αποτελεί το πανεπιστήμιο και η
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση γενικότερα.
Όμως το Μνημόνιο μειώνει
δραστικά τις δαπάνες για την εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να υπονομεύει την
αναπτυξιακή πορεία των ελληνικών περιφερειών.
Ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσω της επένδυσης στη γνώση σημαίνει, πέραν των
άλλων, και αύξηση του αριθμού των Ελλήνων φοιτητών και σπουδαστών. Με
τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ταυτόχρονα και η υλοποίηση ενός βασικού
κοινωνικού δικαιώματος των πολιτών της χώρας που είναι η παροχή ίσων
ευκαιριών για μόρφωση και δουλειά.
Επομένως, θεωρούμε
επιβεβλημένη την κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων και τη διαμόρφωση
ενός σύγχρονου σχεδίου για την περιφερειακή οργάνωση της ελεύθερης πρόσβασης
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με παράλληλη διατήρηση και περαιτέρω
ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Μνημόνιο και φοιτητική
μετανάστευση
Η μέση ελληνική οικογένεια
στην Περιφέρεια της Αττικής ξοδεύει κάθε μήνα τουλάχιστον 800 ευρώ για
φροντιστήρια κάθε παιδιού και αυτό διαρκεί τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια
της τριετούς φοίτησης των μαθητών στο Λύκειο.
Αλλά και όσοι περάσουν σε
κάποιο ίδρυμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης συνήθως σπουδάζουν μακριά από την
Αττική, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται, σε συνθήκες λιτότητας και Μνημονίου,
καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών ο οικογενειακός προϋπολογισμός τουλάχιστον κατά
1.000 ευρώ μηνιαίως για κάθε φοιτητή/φοιτήτρια. Είναι προφανές ότι, με τους
πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, η μέση ελληνική οικογένεια δαπανά ανά
μαθητή/μαθήτρια για φροντιστήρια περί τα 20.000 ευρώ και περί τα 40.000 ευρώ
για φοιτητική μέριμνα ανά φοιτητή/φοιτήτρια.
Όπως υποστηρίξαμε ήδη από
τις αρχές του 2008 έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για την κατάργηση των
πανελληνίων εξετάσεων και τη θεσμοθέτηση της ελεύθερης πρόσβασης όλων των
αποφοίτων του Λυκείου στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Μια τέτοια ρύθμιση θα έχει
ευεργετικά αποτελέσματα για την Πρωτοβάθμια και κυρίως
τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καθώς oι μαθητές θα μπορέσουν να αποκτήσουν
ουσιαστικές γνώσεις και δεν θα επικεντρώνονται στην ανάπτυξη
μονόπλευρων δεξιοτήτων για άριστες επιδόσεις στις εξετάσεις.
• Τα Γυμνάσια και τα
Λύκεια θα πάψουν να είναι εξεταστικά κέντρα.
• Η οικονομική αφαίμαξη
της ελληνικής οικογένειας θα σταματήσει.
• Η μετανάστευση στο
εξωτερικό Ελλήνων φοιτητών θα περιοριστεί.
• Οι όποιες δαπάνες για τη
φοιτητική μέριμνα που βαρύνουν την ελληνική οικογένεια θα καταναλώνονται στο
εσωτερικό της χώρας και όχι στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Περιφερειακή οργάνωση του
συστήματος ελεύθερης πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Το σύστημα της ελεύθερης
πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση απαιτείται να οργανωθεί σε επίπεδο
περιφερειών με βάση τους παρακάτω άξονες:
1. Διατήρηση και περαιτέρω
ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης σύμφωνα με το
άρθρο 16 του Συντάγματος.
2. Διπλασιασμός
τουλάχιστον της χρηματοδότησης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τον κρατικό
προϋπολογισμό.
3. Ολοκληρωμένος
σχεδιασμός προκειμένου κάθε περιφέρεια να διαθέτει πλήρως αναπτυγμένα
δημόσια τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των
Πολυτεχνείων και των Ιατρικών Σχολών.
4. Η ίδρυση και λειτουργία
Ιατρικής Σχολής θα πρέπει να συνδυάζεται με λειτουργία αντίστοιχου δημόσιου Περιφερειακού
Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
5. Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ κάθε
περιφέρειας θα πρέπει να διαθέτουν κάθε χρόνο ίσο τουλάχιστον αριθμό θέσεων
εισακτέων με τους απόφοιτους των Λυκείων της συγκεκριμένης περιφέρειας.
6. Εφαρμογή της αρχής
της περιφερειακής προτίμησης σύμφωνα με την οποία οι απόφοιτοι Λυκείων κάθε
περιφέρειας θα έχουν δικαίωμα πρώτης προτίμησης στις σχολές των ΑΕΙ/ΤΕΙ της
περιφέρειάς τους και υπό την προϋπόθεση ότι φοιτούν σε αντίστοιχο Λύκειο της
περιφέρειας τουλάχιστον επί τριετία προς αποφυγή κατάχρησης της εν λόγω αρχής.
7. Αξιοποίηση της
εμπειρίας των άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων σε μεθόδους αξιολόγησης των
πρωτοετών φοιτητών προς αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης σε σχολές
αιχμής.
8. Δωρεάν
ενδοπεριφερειακή μετακίνηση των φοιτητών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς
προκειμένου να μειωθούν τα κόστη που επωμίζεται η κάθε οικογένεια για δαπάνες
φοιτητικής μέριμνας και εγκατάστασης.
9. Είναι προφανές ότι η
λειτουργία των πανεπιστημίων στην Αττική θα πρέπει να οργανωθεί σε μια
αντίστοιχη μητροπολιτική βάση και να ενισχυθεί με την ίδρυση και νέων
πανεπιστημίων και νέων πανεπιστημιακών νοσοκομείων.
10. Ανακατανομή των
υπηρετούντων μελών ΔΕΠ ορθολογικά με βάση την εντοπιότητα, με ταυτόχρονη αύξηση
των μελών ΔΕΠ και αντίστοιχη εξάλειψη των διδασκόντων ΠΔ. 407.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα, 26 Οκτ 2010